- ἐκθάρρησις
- ἐκθάρρ-ησις, εως, ἡ,A full confidence, Porph.Abst.1.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκθάρρησις — ἐκθάρρησις, η (Μ) απόλυτη πεποίθηση … Dictionary of Greek
ἐκθαρρήσεως — ἐκθαρρήσεω̆ς , ἐκθάρρησις full confidence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)